-
1 λουτρόν
λουτρόν, τό, in Hom. always [full] λοετρόν, but [var] contr. form in h.Cer.50, Hes.Op. 753; [dialect] Dor. [full] λωτρόν, Hsch.: ([etym.] λούω):—A bath, bathing-place, Hom., always in pl., θερμὰ λοετρά hot bath, Il.22.444, al.; laterθερμὰ λουτρά A.Ch. 670
, S.Tr. 634 (lyr.), CratesCom.15, etc.;θερμὰ Νυμφᾶν λουτρά Pi.O.12.19
; also calledἩράκλεια λουτρά Ar.Nu. 1051
;λοετρὰ Ὠκεανοῖο Il.18.489
, Od.5.275; σίτοισι καὶ λουτροῖσι in matters of eating and washing, Hdt.6.52;λουτρῷ χρωμένους Plu.2.1109b
: sg. first in Hes. l.c.;τραπέσθαι πρὸς τὸ λ. Pl.Phd. 115a
, cf. X.Oec.9.7: in pl., bathing-establishment, τὰ δημόσια λ. POxy. 1252 B22 (iii A. D.), etc.2 water for bathing or washing, ; ἐν λουτροῖς while bathing, X.Cyr.7.5.59; λοῦσαί τινα λουτρόν give one a bath, wash one with water, S.Ant. 1201, Ar.Lys. 469; λουτρὸν παρέχειν ib. 377; λοῦσθαι λουτρόν bathe, A.Fr. 366 (note);λουτρόν ἐστιν, οὐ πότος Alex.9
; νυμφικὰ λουτρά the conveying of water to the bride (cf. λουτροφόρος), Poll.3.43; in NT, of baptism, Ep.Eph. 5.26;λ. παλιγγενεσίας Ep.Tit.3.5
.II in Poets, = σπονδαί, libations to the dead, S.El.84, 434, E.Ph. 1667, cf. Hsch. s.v. χθόνια λ.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λουτρόν
-
2 ναύλοχος
ναύλοχ-ος, ον,A affording a safe anchorage, epith. of a harbour,λιμένες δ' ἔνι ν. αὐτῇ Od.4.846
;ν. ἐς λιμένα 10.141
;ν. λιπὼν ἕδρας S.Aj. 460
; ὦ ν. καὶ πετραῖα θερμὰ λουτρά ye hot springs by the haven and from the rock (unless ναύλοχα is Subst.), Id.Tr. 633 (lyr.);Ἀχαιῶν ναύλοχοι περιπτυχαί E.Hec. 1015
: [comp] Sup.ναυλοχώτατος λιμήν Ph.1.181
, cf. 352.II Subst., station for ships, haven, Suid.: also neut. pl.ναύλοχα Plu.2.984b
; cf. supr.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ναύλοχος
-
3 θερμός
Aθερμὸς ἀϋτμή h.Merc. 110
, Hes.Th. 696): ([etym.] θέρω):— hot,θ. λοετρά Il.14.6
, cf. Od.8.249;θ. λουτρά Pi.O.12.19
, S.Tr. 634 (lyr.), Pl.Lg. 761c, etc.;δάκρυα Od.19.362
; of water, ib. 388; of glowing wood, 9.388;θ. καύματα Hdt.3.104
([comp] Sup.); ἦν ἄρα πυρὸςἕτερα -ότερα Ar.Eq. 382
: freq. in [dialect] Att., of hot meals or drinks, TeleclId.1.8,32, Pherecr.130.8, etc.; of blood, S.OC 622,Aj. 1411 (anap.);- οτάταν αἱμάδα Id.Ph. 696
; of fever,θ. νόσοι Pi.P.3.66
; θ. σῶμα feverish, Th.2.49.II metaph., hot-headed, hasty, freq. of persons, A.Th. 603, Eu. 560 (lyr.), Ar.V. 918, etc.;θ. καὶ ἀνδρεῖος Antipho 2.4.5
; of actions,πολλὰ καὶ θ. μοχθήσας S.Tr. 1046
;θ. ἔργον Ar.Pl. 415
;δρᾶν τι νεανικὸν καὶ θ. Amphis 33.10
;θ. ἐπὶ ψυχροῖσι καρδίαν ἔχεις S.Ant.88
;θ. πόθος AP5.114
(Phld.);φάρμακον Alciphr.1.37
([comp] Comp.): c. inf.,θερμότερος ἐπιχειρεῖν Antipho 2.1.7
: [comp] Sup.,ὦ θερμόταται γυναῖκες Ar.Th. 735
.2 still warm, fresh,ἴχνη AP9.371
;ἀτυχήματα Plu.2.798f
; θ. κακά, opp. ἕωλα, ib.517f;γάμοι θ. καὶ ἴσως αὔριον Philostr. VA4.25
.2 θ. (sc. ὕδωρ), τό, hot water, θερμῷ λοῦσθαι, βάπτειν, Ar.Nu. 1044, Ec. 216;θερμῷ κεκραμένος οἶνος Gal.11.56
; also, hot drink, Arr.Epict.1.13.2.3 θερμόν, τό, grace, favour,θ. εὑρεῖν ἐν ἐρήμῳ LXXJe.38(31).2
.4 τὰ θ. (sc. χωρία) Hdt.4.29; but (sc. λουτρά), hot springs, X.HG4.5.3;τὰ θ. τοῦ Ἡρακλέους Str.9.4.2
.IV Adv. : [comp] Comp.-ότερον, ἔχειν Eub.7.1
: neut. pl. as Adv.,θερμὰ θερμὰ πηδῶσαι Herod.4.61
. -
4 θερμός
1 warmθερμὰ Νυμφᾶν λουτρὰ βαστάζεις O. 12.19
οὐδὲ θερμὸν ὕδωρ τόσον γε μαλθακὰ τεύχει γυῖα τόσσον N. 4.4
ἦ μὰν ἀνόμοιά γε δᾴοισιν ἐν θερμῷ χροὶ ἕλκεα ῥῆξαν N. 8.28
θερμὰ δὴ τέγγων δάκρυα στοναχαῖς N. 10.75
“ δοιὰ βοῶν θερμὰ πρὸς ἀνθρακιὰν στέψαν” i. e. still warm, just killed fr. 168. 2. θερμᾶν νόσων feverish P. 3.66 -
5 βαστάζω
1 clasp, hold in one's hands (cf. Fraenkel on Ag. 35) δαιδαλέαν φόρμιγγα βαστάζων sc. Damophilos P. 4.296 met., clasp, embrace, Ἐργότελες, θερμὰ Νυμφᾶν λουτρὰ βαστάζεις ὁμιλέων παρ' οἰκείαις ἀρούραις (contra Fränkel, D & P, 500̆{8}, “hantierst mit, machst dir zu schaffen mit”) O. 12.19ὥρα πότνια, τὸν μὲν ἡμέροις ἀνάγκας χερσὶ βαστάζεις, ἕτερον δ' ἑτέραις N. 8.3
χρὴ δὲ κωμάζοντ' ἀγαναῖς χαρίτεσσιν βαστάσαι I. 3.8
-
6 λουτρόν
-
7 νύμφα
a bride, (married) womanἈελίοιό τε νύμφαν, Ῥόδον O. 7.14
“ νῦν δ' εὐρυλείμων πότνιά σοι Λιβύα δέξεται εὐκλέα νύμφαν” Cyrene P. 9.56 εὐθὺς δ ἀπανάνατο νύμφαν Hippolyta N. 5.33 ἰὴ ἰὲ βασίλειαν Ὀλυμπίων νύμφαν ἀριστόποσιν Hera Πα. 21. 4, 12, 20, 28.b pl. Nymphs, water goddesses. θερμὰ Νυμφᾶν λουτρὰ βαστάζεις the warm springs of Himera O. 12.19c frag. ]νύμφαν συ[ Πα. 13. a. 13. -
8 ὁμιλέω
a c. dat. pers.εἴη ἐμὲ νικαφόροις ὁμιλεῖν O. 1.116
ἁδόντα δ' εἴη με τοῖς ἀγαθοῖς ὁμιλεῖν P. 2.96
γλυκεῖα δὲ φρὴν καὶ συμπόταισιν ὁμιλεῖν μελισσᾶν ἀμείβεται τρητὸν πόνον P. 6.53
αἰδοῖος μὲν ἦν ἀστοῖς ὁμιλεῖν (v. αἰδοῖος) I. 2.37 met., πλαγίαις δὲ φρένεσσιν οὐχ ὁμῶς πάντα χρόνον θάλλων ὁμιλεῖ (sc. ὄλβος) I. 3.6II without dat., live in companyθερμὰ Νυμφᾶν λουτρὰ βαστάζεις ὁμιλέων παῤ οἰκείαις ἀρούραις O. 12.19
b frequent c. dat. “ὦ τέκνον, ποντίου θηρὸς πετραίου χρωτὶ μάλιστα νόον προσφέρων πάσαις πολίεσσιν ὁμίλει” fr. 43. 3. met., πάσαισι γὰρ πολίεσι λόγος ὁμιλεῖ Ἐρεχθέος ἀστῶν is common in P. 7.9c met., have as companionὁ δὲ οἱ φράζε καὶ παντὶ στρατῷ, ποίαις ὁμιλήσει τύχαις N. 1.61
χαλεπὰ δ' ἔρις ἀνθρώποις ὁμιλεῖν κρεσσόνων N. 10.72
d ]ς ἐχθρῶν ὁμιλήσειε[ Πα. 13. b. 1.
См. также в других словарях:
θέρμα — Οικισμός (574 κάτ.) του νομού Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νιγρίτης. * * * (I) θέρμα, ἡ (Α) (δωρ. τ.) η θέρμη. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. ονομ. τού θέρμη*. Απαντά και αιτ. θέρμᾰν]. (II) τα θερμά λουτρά, ιαματικές πηγές. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
λουτρό — Ο χώρος όπου οι άνθρωποι λούονται. Λ. ονομάζεται επίσης η χρήση ψυχρού ή θερμού νερού για τον καθαρισμό του σώματος (λούσιμο) ή για θεραπευτικούς σκοπούς (ιαματικά λ.). Εκτός από το νερό, στα ιαματικά λ. χρησιμοποιούνται ακόμα διάφοροι ατμοί ή… … Dictionary of Greek
HIMERA — I. HIMERA Siciliae Graeca urbs, Stesichori poetae patria, ad Thermas urb. et Himeram fluv. quem veteres per summum errorem putavêrunt eundem esse, et ex eodem fonte oriri cum altero Himera, nunc Salso, qui in Mer. fluit inter Gelam, et Agrigentum … Hofmann J. Lexicon universale
θέρμη — I Αρχαία μακεδονική πόλη του Θερμαϊκού κόλπου, στα ερείπια της οποίας, κατά τον Στράβωνα, χτίστηκε η Θεσσαλονίκη το 315 π.Χ. από τον Κάσσανδρο. Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος όμως διαχωρίζει τη Θ. από τη Θεσσαλονίκη. Ο Ηρόδοτος αναφέρει πως ήταν η… … Dictionary of Greek
θερμός — Είδος δοχείου που αποσκοπεί στη διατήρηση της θερμοκρασίας των τροφών ή των υγρών που περιέχει. Αποτελείται από ένα γυάλινο δοχείο με διπλά τοιχώματα, ανάμεσα στα οποία δημιουργείται κενό αέρα, και από ένα προστατευτικό κάλυμμα που το περιβάλλει … Dictionary of Greek
ηράκλειος — I Όνομα αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. 1. Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (610 641 μ.Χ.), η βασιλεία του οποίου αποτέλεσε σταθμό για τη βυζαντινή ιστορία. Τα μεγάλα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει ο Η. ήταν εξωτερικά (η περσική απειλή από τα Α και η … Dictionary of Greek
Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… … Dictionary of Greek
БАНИ — • Balneum, balineum, βαλανει̃ον, называлось простое приспособление для купанья, a balineae или balneae баня, купальня в собственном смысле. I. Купальни у греков не в такой степени, как у римлян, были предметом роскоши и… … Реальный словарь классических древностей
πυριατήριο — το / πυριατήριον, ΝΑ, και ιων. τ. πυριητήριον Α νεοελλ. χημ. συσκευή που χρησιμοποιείται στα χημικά, βιοχημικά κ.ά. εργαστήρια για την ξήρανση διαφόρων ουσιών και οργάνων, το οποίο αποτελείται από ένα μεταλλικό κιβώτιο με διπλά τοιχώματα και… … Dictionary of Greek
Ευπατορία ή Γεβπατόρια — (EupatoriaYevpatoriya). Πόλη (106.000 κάτ. το 2001) της Ουκρανίας, στη χερσόνησο της Κριμαίας. Παραθαλάσσιο θέρετρο στη Μαύρη θάλασσα, η πόλη είναι ονομαστή για το κλίμα της. Διαθέτει ειδικές εγκαταστάσεις για αεροθεραπεία, θαλασσοθεραπεία,… … Dictionary of Greek
Σότσι — Πόλη της Ρωσίας στην επαρχία του Κρασνοτάρ, 180 χιλιόμετρα ΝΑ από την πρωτεύουσα της επαρχίας, λιμάνι στην ανατολική ακτή της Μαύρης θάλασσας (337.000 κάτ.). Η πόλη είναι χτισμένη στις δυτικές παρυφές του Καύκασου και χαρακτηρίζεται από το γλυκό… … Dictionary of Greek